Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Αριστερή διακυβέρνηση και εργατικό κίνημα

Η αριστερή διακυβέρνηση της χώρας που βρίσκεται πλέον σχεδόν προ των πυλών, εφόσον τα νεοφιλελεύθερα ευρωπαϊκά κέντρα δεν έχουν αφήσει κανένα περιθώριο ελιγμών και διευκολύνσεων στη μνημονιακή συγκυβέρνηση,... έχει μπροστά της να αντιμετωπίσει, μεταξύ των άλλων κρίσιμων ζητημάτων, μια εξαιρετικά αντιφατική πραγματικότητα : Ενώ οι δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς καταγράφονται πλέον ως ευρέως πλειοψηφικές στο εκλογικό σώμα, και ενώ η προοπτική κατάκτησης της πολιτικής διακυβέρνησης είναι πλέον ζήτημα χρόνου, το εργατικό και λαϊκό κίνημα εμφανίζεται ανίσχυρο, αποψιλωμένο και αδρανοποιημένο, όσο ίσως ποτέ άλλοτε στην πρόσφατη νεοελληνική ιστορία. Διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν τα κοινωνικά υποκείμενα της ταξικής διαπάλης εμφάνιζαν μια ζωτικότητα, μαζικότητα και δυναμική, που θα μπορούσε να επηρεάζει κατά έναν αποτελεσματικό τρόπο την σχέση τους με τη ριζοσπαστική κυβέρνηση, τόσο από την άποψη της στήριξής της, όσο και από την άποψη της ώθησης της πολιτικής της σε πλέον ρηξικέλευθες λαϊκές κατευθύνσεις. Απουσιάζει δηλαδή ο ένας από τους δύο πυλώνες της (κατά τον Ν. Πουλαντζά) διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού, αν θέλει να βλέπει κανείς την πραγματικότητα με ειλικρίνεια και δίχως ωραιοποιήσεις, γεγονός που επιβάλλει καινούριες θεωρήσεις των πραγμάτων, με βάση την ίδια την διαμορφωμένη αντικειμενική κατάσταση.
       Οι λόγοι που έχουν οδηγήσει από τη μια πλευρά στην εκλογική εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ σε πλειοψηφικά επίπεδα, και από την άλλη πλευρά το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην υποτονικότητα και την παραφθορά, έχουν να κάνουν προφανώς κυρίως με την σφοδρότητα της νεοφιλελεύθερης επέλασης έναντι των λαϊκών τάξεων που έχει εξαπολύσει εδώ και μια πενταετία η ελληνική αστική τάξη από κοινού με τραπεζικά, χρηματιστηριακά και πολιτικά κέντρα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Κατακόρυφη άνοδος της ανεργίας με την παραγωγική καταστροφή που έχουν επιφέρει. – Απροσμέτρητη ένταση της εισοδηματικής λιτότητας και της φορολογικής επιδρομής σε βάρος της μισθωτής εργασίας. – Συστηματική έξαρση του κυβερνητικού αυταρχισμού και των μεθόδων κρατικής αστυνομικής καταστολής. – Συνέχιση της επιβίωσης του «καρκινώματος» του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού που παραλύει το νευρικό σύστημα όλων των μορφών εργατικής και λαϊκής συλλογικότητας. Έτσι οι κοινωνικά υποτελείς τάξεις, έχουν κρατήσει καλά φυλαγμένη την εκλογική τους επιλογή προς την αριστερή στροφή της χώρας, ενώ ταυτόχρονα στερούνται πλέον των κοινωνικών εργαλείων άμυνας και παρέμβασής τους.
       Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η απόσυρση του λαϊκού παράγοντα από το προσκήνιο, με δεδομένο ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς θα έχει να περάσει από την πρώτη στιγμή ανάμεσα από εξαιρετικά επικίνδυνες συμπληγάδες, έχει εξαιρετικά σημαντική σημασία (π.χ. γενικευμένη λαϊκή κινητοποίηση για την απαλλαγή της ελληνικής οικονομίας από τον βρόγχο πληρωμής των ετήσιων δαπανών εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, ή την παρατεταμένη επενδυτική αποχή του επιχειρηματικού κεφαλαίου κλπ.). Γιατί μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στη σημερινή Ευρώπη της λιτότητας, του δημοσιονομικού Προκρούστη, της παραγωγικής ύφεσης, δεν αντιπροσωπεύει βέβαια μια επαναστατική εργατική εξουσία που να έχει αναδειχθεί από μια λαϊκή εξέγερση με σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά. Εντούτοις όμως αποτελεί τον πολιτικό φορέα έκφρασης της λαϊκής απαίτησης για την κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων, την αποκατάσταση των δημοκρατικών λειτουργιών διακυβέρνησης, την απαρχή επούλωσης ανοιχτών λαϊκών πληγών (εισοδήματος, φορολογίας, δικαιωμάτων κ.ά.), την αποκατάσταση της εργατικής νομοθεσίας, την δρομολόγηση μιας οικονομικής ανάταξης της κοινωνικής παραγωγής, την δραστική αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων.
       Το σύνολο αυτών των μέτρων πολιτικής μορφοποίησης της λαϊκής αγανάκτησης και οργής, εμπεριέχει τη δυνατότητα απαρχής αλλαγής της κοινωνικής κατάστασης της εργαζόμενης πλειοψηφίας, ως ορόσημο αφετηρίας διεξαγωγής της ταξικής πάλης, μέσα σε ένα περιβάλλον κοινωνικής καταστροφής και καπιταλιστικής κυριαρχίας, με την κυβερνητική διαχείριση όμως στα χέρια μιας δημοκρατικά εκλεγμένης ριζοσπαστικής κυβέρνησης. Η νέα κατάσταση που αρχίζει να διαγράφεται στον ορίζοντα αντιπροσωπεύει πλέον μια καινούρια μεταπολιτευτική άνοιξη, με έναν άνεμο δημοκρατικού και ταξικού ριζοσπαστισμού, αντίστοιχου εκείνου της μεταπολίτευσης του 1974, που σημαδεύτηκε με την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας. Αυτά τα μέτρα που προσδιορίζονται, μαζί με την απομάκρυνση της μνημονιακής συγκυβέρνησης του κοινωνικού ολοκαυτώματος, εμπεριέχουν τη δυνατότητα τροφοδότησης μιας δυναμικής επιστροφής του εργατικού κινήματος στο πολιτικό και οικονομικό προσκήνιο. Η πολιτική ανάταση του συνόλου του κόσμου της μισθωτής εργασίας (κι’ όχι μόνον προφανώς των στρωμάτων με τον κατώτατο μισθό και την κατώτατη σύνταξη) είναι σε θέση να δρομολογήσει μια εκ βάθρων αναγέννηση του εργατικού συνδικαλισμού, που να απαλλάξει το εργατικό κίνημα από την επιβολή του εργοδοτικού συνδικαλισμού, να το θέσει σε τροχιά ενεργού κίνησης, να αναζωογονήσει την υπόσταση των αποψιλωμένων εργατικών σωματείων, να ορθώσει ένα ισχυρό λαϊκό τείχος απέναντι στην εργοδοτική εξουσία του κεφαλαίου και στα κέντρα αφαίμαξης της ελληνικής οικονομίας δια μέσου του μηχανισμού εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους.
       Μια τέτοια ανόρθωση του κινήματος των λαϊκών τάξεων θα οδηγήσει στην δραστήρια παρέμβαση του εργατικού κινήματος σε έναν διπλό ρόλο : Αφενός της πλατιάς λαϊκής υποστήριξης της αριστερής διακυβέρνησης απέναντι στις επιβουλές της αστικής τάξης και των ανώτερων μικροαστικών στρωμάτων, όσο και στις ασφυκτικές απαιτήσεις των νεοφιλελεύθερων ευρωπαϊκών κέντρων για την αυστηρή τήρηση των ρυθμίσεων των ευρωπαϊκών συμφώνων (ευρώ, σταθερότητας, κοινοτικών επιδοτήσεων  κλπ.). Αφετέρου της προωθητικής δύναμης για τη συνολική ανάκτηση του κοινωνικού κεκτημένου στα προ της κρίσης και των μνημονίων επίπεδα, δηλαδή της πλήρους αποκατάστασης των μισθών και των συντάξεων που έχουν περικοπεί κατά 40%, της επαναφοράς των κοινωφελών επιχειρήσεων σε δημόσια κυριότητα και εργατικό έλεγχο, της επίλυσης του γόρδιου δεσμού των μεγάλων επιχειρήσεων που οδηγούνται στο κλείσιμο κ.ά. Μια σχέση δηλαδή λαϊκού κινήματος και αριστερής διακυβέρνησης συμπληρωματική και ταυτόχρονα ανταγωνιστική, δημιουργική και παράλληλα αντιφατική. Σ’ αυτό το επίπεδο τοποθετείται η επάρκεια ή αδυναμία των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων, δηλαδή να αποφύγουν τις μορφές διαχείρισης της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων και να βαδίσουν στο δρόμο της συνεχούς διεύρυνσης και εμβάθυνσης της ριζοσπαστικοποίησης, να στηρίζονται στην ενεργοποίηση του εργαζόμενου λαού, και ταυτόχρονα να ανοίγουν λεωφόρους κοινωνικής δικαιοσύνης, να εμπνέονται από την κίνηση των λαϊκών τάξεων και μαζί να συμβάλουν στην καθολική τους χειραφέτηση. Η διαλεκτική της σχέσης εργατικού κινήματος και αριστερής διακυβέρνησης είναι η λυδία λίθος για την δημοκρατική και προοδευτική αναμόρφωση της σημερινής ελληνικής κοινωνίας.    
 
 
 
 
 
 ΑΝΕΣΤΗΣ ΤΑΡΠΑΓΚΟΣ
Θεσσαλονίκη – Σεπτέμβριος 2014
 
 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου