Ένα κείμενο στο blog που διατηρεί ο Τζόναθαν Τζόουνς στον Guardian έχει ήδη
προκαλέσει αντιδράσεις εντός της Μ. Βρετανίας!
«Τα βρετανικά μουσεία πρέπει να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα...Ο ιμπεριαλισμός της τέχνης έχει πεθάνει. Δεν μπορούν πλέον να διατηρούν τους θησαυρούς της τέχνης που αποκτήθηκαν πριν από πολύ καιρό κάτω από αμφίβολες συνθήκες», σημειώνει στον πρόλογό του ο Τζόουνς κάνοντας αμέσως προφανείς τους σκοπούς του.
Και συνεχίζει: «Μπορεί η Αμάλ Κλούνεϊ να είναι καλή πρέσβειρα της ελληνικής κυβέρνησης, μπορεί και όχι. Η υποστήριξη από διασημότητες είναι γνωστή από τον 19ο αιώνα χάρις στον Λόρδο Βύρων και της ρομαντικής εικόνας που είχε για την Ελλάδα. Αυτή η έκθεση του θέματος από διάσημους ανθρώπους επιτρέπει στο Βρετανικό Μουσείο να αναπτύσσει την κριτική του θεωρώντας πως η Κλούνεϊ αυτοπροβάλεται. Ωστόσο, το Μουσείο κρατάει ακόμη τα Μάρμαρα του 5ου αιώνα».
Ο Τζόουνς σημειώνει πως τα Μάρμαρα του Παρθενώνα δεν είναι τα μόνα διαφιλονικούμενα εκθέματα στο Βρετανικό Μουσείο. Το ίδιο ισχύει και για τα γλυπτά από το Μπενίν που απήχθησαν από την Αφρική το 1897 κατόπιν μιας τιμωρητικής επιδρομής των Βρετανών. Ολοένα και περισσότερο ο κόσμος αντιλαμβάνεται πως τα μουσεία της Δύσης οικειοποιούνται τα... θαύματα του κόσμου. Στη Γαλλία, ήδη, αναπτύσσονται τέτοιες απόψεις, επομένως πρέπει κι εμείς να ακολουθήσουμε αυτό τον μοντέρνο δρόμο».
Ο Τζόουνς δεν σταματάει, όμως, εκεί την πλήρη αντίθεσή του για τη στάση της Βρετανίας απέναντι στα ελληνικά αιτήματα. Σημειώνει: «Η Βρετανία έχει κακό πρόσωπο σε όλα αυτά. Η πράξη του Έλγιν να υφαρπάξει τα Μάρμαρα από τον Παρθενώνα είναι ένας λεκές στη διεθνή φήμη μας από τις αρχές του 19ου αιώνα. Ενώ ήμασταν μέχρι το 1914 μια μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη, εξακολουθούμε να έχουμε μια φαρισαϊκή αντιμετώπιση για το ότι κατέχουμε έργα τέχνης του κόσμου. Δείχνουμε αποφασισμένοι να διατηρήσουμε τη λεία μας και δεν θέλουμε να ανταποκριθούμε στις κριτικές που δεχόμαστε».
Η Βρετανία έχει μια ιδιαίτερα κακή εικόνα, όταν πρόκειται για αυτό, για δύο λόγους: ο Λόρδος Έλγιν, του οποίου η απογύμνωση της Ακρόπολης υπήρξε ένα λεκέ στη διεθνή φήμη μας από τις αρχές του 19ου αιώνα, καθώς και το γεγονός ότι ήμασταν, πριν από το 1914, η πιο ισχυρή από όλες τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αντί να επιδιώκει να ζει κάτω αυτά τα ελαττώματα, είμαστε εξαιρετικά φαρισαϊκή για κατοχή μας ένα τεράστιο ανάσυρση του κόσμου της τέχνης. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με μοναδικά αποφασισμένη να διατηρήσει την λεία μας και δεν είναι έτοιμη να ανταποκριθεί κριτικούς στα μισά του δρόμου».
Ο Τζόουνς αναφέρει ένα πρόσφατο ταξίδι του στην Αίγινα. Εκεί υπάρχει έναν κλασικός ναός του οποίου τα γλυπτά βρίσκονται στη Βαυαρία, με τον ίδιο τρόπο που η Αγγλία αφαίρεσε τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. «Αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο Μόναχο, αλλά κανένας δεν ζητάει την επιστροφή τους. Γιατί; Επειδή οι Γερμανοί έχουν αναπτύξει σχέσεις με την Αίγινα, αναπτύσσουν δράσεις στην περιοχή, κάτι που η Βρετανία ούτε που το έχει σκεφτεί».
Και καταλήγει το άρθρο: «Γιατί να δούμε την Αθήνα ως εχθρό; Το Βρετανικό Μουσείο θα μπορούσε να είχε στενή σχέση με το Μουσείο της Ακρόπολης. Να δανείσει κάποια από τα εκπληκτικά γλυπτά που διαθέτει. Το θέμα θα είχε λήξει με μια ευγενή συνεργασία. Το Μουσείο της Ακρόπολης αποδεικνύει πως η αποικιοκρατική σχέση με την τέχνη είναι καταδικασμένη. Φυσικά, ο κόσμος έρχεται κατά χιλιάδες στο Βρετανικό Μουσείο και το Λούβρο, αλλά δεν υπάρχει κάποιος Θεός της Βόρειας Ευρώπης ή της Β. Αμερικής, μόνο γι' αυτά. Οι αδύναμες δικαιολογίες για να διατηρούμε τα κλεμμένα Μάρμαρα γίνονται ολοένα και πιο αδύναμες. Μέχρι πότε τα μουσεία μας θα κρατήσουν την αλαζονεία μας. Η Βρετανική Αυτοκρατορία έχει πεθάνει. Άρα ήρθε ο καιρός τα λάφυρα να επιστραφούν».
«Τα βρετανικά μουσεία πρέπει να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα...Ο ιμπεριαλισμός της τέχνης έχει πεθάνει. Δεν μπορούν πλέον να διατηρούν τους θησαυρούς της τέχνης που αποκτήθηκαν πριν από πολύ καιρό κάτω από αμφίβολες συνθήκες», σημειώνει στον πρόλογό του ο Τζόουνς κάνοντας αμέσως προφανείς τους σκοπούς του.
Και συνεχίζει: «Μπορεί η Αμάλ Κλούνεϊ να είναι καλή πρέσβειρα της ελληνικής κυβέρνησης, μπορεί και όχι. Η υποστήριξη από διασημότητες είναι γνωστή από τον 19ο αιώνα χάρις στον Λόρδο Βύρων και της ρομαντικής εικόνας που είχε για την Ελλάδα. Αυτή η έκθεση του θέματος από διάσημους ανθρώπους επιτρέπει στο Βρετανικό Μουσείο να αναπτύσσει την κριτική του θεωρώντας πως η Κλούνεϊ αυτοπροβάλεται. Ωστόσο, το Μουσείο κρατάει ακόμη τα Μάρμαρα του 5ου αιώνα».
Ο Τζόουνς σημειώνει πως τα Μάρμαρα του Παρθενώνα δεν είναι τα μόνα διαφιλονικούμενα εκθέματα στο Βρετανικό Μουσείο. Το ίδιο ισχύει και για τα γλυπτά από το Μπενίν που απήχθησαν από την Αφρική το 1897 κατόπιν μιας τιμωρητικής επιδρομής των Βρετανών. Ολοένα και περισσότερο ο κόσμος αντιλαμβάνεται πως τα μουσεία της Δύσης οικειοποιούνται τα... θαύματα του κόσμου. Στη Γαλλία, ήδη, αναπτύσσονται τέτοιες απόψεις, επομένως πρέπει κι εμείς να ακολουθήσουμε αυτό τον μοντέρνο δρόμο».
Ο Τζόουνς δεν σταματάει, όμως, εκεί την πλήρη αντίθεσή του για τη στάση της Βρετανίας απέναντι στα ελληνικά αιτήματα. Σημειώνει: «Η Βρετανία έχει κακό πρόσωπο σε όλα αυτά. Η πράξη του Έλγιν να υφαρπάξει τα Μάρμαρα από τον Παρθενώνα είναι ένας λεκές στη διεθνή φήμη μας από τις αρχές του 19ου αιώνα. Ενώ ήμασταν μέχρι το 1914 μια μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη, εξακολουθούμε να έχουμε μια φαρισαϊκή αντιμετώπιση για το ότι κατέχουμε έργα τέχνης του κόσμου. Δείχνουμε αποφασισμένοι να διατηρήσουμε τη λεία μας και δεν θέλουμε να ανταποκριθούμε στις κριτικές που δεχόμαστε».
Η Βρετανία έχει μια ιδιαίτερα κακή εικόνα, όταν πρόκειται για αυτό, για δύο λόγους: ο Λόρδος Έλγιν, του οποίου η απογύμνωση της Ακρόπολης υπήρξε ένα λεκέ στη διεθνή φήμη μας από τις αρχές του 19ου αιώνα, καθώς και το γεγονός ότι ήμασταν, πριν από το 1914, η πιο ισχυρή από όλες τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αντί να επιδιώκει να ζει κάτω αυτά τα ελαττώματα, είμαστε εξαιρετικά φαρισαϊκή για κατοχή μας ένα τεράστιο ανάσυρση του κόσμου της τέχνης. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με μοναδικά αποφασισμένη να διατηρήσει την λεία μας και δεν είναι έτοιμη να ανταποκριθεί κριτικούς στα μισά του δρόμου».
Ο Τζόουνς αναφέρει ένα πρόσφατο ταξίδι του στην Αίγινα. Εκεί υπάρχει έναν κλασικός ναός του οποίου τα γλυπτά βρίσκονται στη Βαυαρία, με τον ίδιο τρόπο που η Αγγλία αφαίρεσε τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. «Αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο Μόναχο, αλλά κανένας δεν ζητάει την επιστροφή τους. Γιατί; Επειδή οι Γερμανοί έχουν αναπτύξει σχέσεις με την Αίγινα, αναπτύσσουν δράσεις στην περιοχή, κάτι που η Βρετανία ούτε που το έχει σκεφτεί».
Και καταλήγει το άρθρο: «Γιατί να δούμε την Αθήνα ως εχθρό; Το Βρετανικό Μουσείο θα μπορούσε να είχε στενή σχέση με το Μουσείο της Ακρόπολης. Να δανείσει κάποια από τα εκπληκτικά γλυπτά που διαθέτει. Το θέμα θα είχε λήξει με μια ευγενή συνεργασία. Το Μουσείο της Ακρόπολης αποδεικνύει πως η αποικιοκρατική σχέση με την τέχνη είναι καταδικασμένη. Φυσικά, ο κόσμος έρχεται κατά χιλιάδες στο Βρετανικό Μουσείο και το Λούβρο, αλλά δεν υπάρχει κάποιος Θεός της Βόρειας Ευρώπης ή της Β. Αμερικής, μόνο γι' αυτά. Οι αδύναμες δικαιολογίες για να διατηρούμε τα κλεμμένα Μάρμαρα γίνονται ολοένα και πιο αδύναμες. Μέχρι πότε τα μουσεία μας θα κρατήσουν την αλαζονεία μας. Η Βρετανική Αυτοκρατορία έχει πεθάνει. Άρα ήρθε ο καιρός τα λάφυρα να επιστραφούν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου