Η ενισχυμένη σχετική βαρύτητα του αγροτικού τομέα σε όλους σχεδόν τους Νομούς της χώρας καθώς και του τουρισμού, που παρουσιάστηκε κατά την διάρκεια των ετών 1995-2008 ενώ υποχωρούσαν η αποβιομηχάνιση και η μεταποίηση, είναι τα γεγονότα που κράτησαν ζωντανές τις ελληνικές περιφέρειες οι οποίες διέτρεχαν κινδύνους και την περίοδο προ κρίσης. Τα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτουν από την σχετική ανάλυση του νέου αναπτυξιακού προγράμματος (ΕΣΠΑ 2014 – 2020) για την επίτευξη των στόχων της στρατηγικής της Ε.Ε. έως το 2020...
Αναλυτικότερα, όπως τονίζεται, η επίτευξη των στόχων της στην Ελλάδα εξαρτάται καθοριστικά από το σύνολο των περιφερειακών ανισοτήτων, αναγκών και εμποδίων: οι περιφερειακές ανισότητες αντανακλούν διαφορετικές κατά περιοχές δυνατότητες συμβολής κάθε περιοχής στην «Ε2020» αλλά και διαφορετική χρησιμότητα της «Ε2020» για την ανάπτυξη της.
Κατά συνέπεια, η δημιουργία του αναγκαίου νέου αναπτυξιακού υποδείγματος για την ανάταξη του παραγωγικού και κοινωνικού ιστού της χώρας με αξιοποίηση των πόρων των ΕΔΕΤ, πρέπει να εδράζεται στην αναγνώριση και στην αντιμετώπιση των χωρικά διαφοροποιημένων προκλήσεων και δεν μπορεί να υπάγεται σε ενιαία προσέγγιση.
Οι προκλήσεις
Η απόσταση του ελληνικού χώρου από τα κέντρα της ευρωπαϊκής οικονομικής δραστηριότητας και αγοράς[1]και τα ιδιαίτερα γεωγραφικά του χαρακτηριστικά[2] λειτουργούν εκ προοιμίου ως παράγοντες τελικής «ανεπάρκειας της αγοράς» (market failure), διότι:
-δημιουργούν εκ των πραγμάτων αυξημένες ανάγκες σε τεχνικές και κοινωνικές υποδομές,
-επιμηκύνουν την απόδοση των επενδύσεων σ’ αυτές,
-επιβαρύνουν το ιδιωτικό επιχειρηματικό και επενδυτικό επιχειρηματικό κόστος,
-κατακερματίζουν τον οικονομικό χώρο και
-περιορίζουν την έκταση στην οποία μπορεί να διαχέεται το παραγόμενο αποτέλεσμα οποιωνδήποτε αναπτυξιακών παρεμβάσεων.
Παράλληλα, η συγκέντρωση πληθυσμού και δραστηριότητας στις πόλεις και η συνεχής επέκταση του αστικού ιστού όσο και του αντίστοιχου καταναλωτικού προτύπου συνεπάγονται ότι οι οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της κρίσης εκδηλώνονται εντονότερα σε αυτές ακριβώς τις περιοχές.
Οι εισοδηματικές ανισότητες
Οι εισοδηματικές ανισότητες στην Ελλάδα διευρύνονταν σημαντικά, ήδη από την περίοδο προ κρίσης, με διπλασιασμό πλέον του βαθμού διασποράς του ΑΕΠ στην Ελλάδα (η Αττική παρουσιάζει κατά κεφαλήν ΑΕΠ 120,1%, ενώ η Δυτική Ελλάδα μόλις 66,2% και η Ανατολική Μακεδονία - Θράκη 67,8%, του μέσου όρου της ΕΕ-27) αλλά και με παράλληλη υποχώρηση όλων των ελληνικών Περιφερειών (πλην Αττικής – σημαντικά και Ηπείρου - οριακά) ως προς τις δέκα πλέον ανεπτυγμένες Ευρωπαϊκές Περιφέρειες: μεταξύ 1996 και 2007, το κ.κ. ΑΕΠ των ελληνικών Περιφερειών μειώθηκε από το εύρος 35,5-67,6% του μ.ο. των 10 πλέον ανεπτυγμένων Ευρωπαϊκών Περιφερειών, στο εύρος 30,8-47,6%[3].
Από τα διαθέσιμα στοιχεία για το 2011 συνάγεται ότι η διαφορά αυτή έχει αυξηθεί, αλλά ότι ταυτόχρονα οι δια-περιφερειακές ανισότητες στη χώρα τείνουν να μην επιδεινώνονται, καθώς η οικονομική κρίση επηρεάζει εντονότερα εκείνες τις περιοχές όπου έως τώρα συγκεντρώνονταν δραστηριότητα[4] (κυρίως δια της εξωτερικής ενίσχυσης του εισοδήματος και της κυκλοφορίας του).
Οι χωρικές ανισότητες
Βασικότερος παράγων που ενίσχυε τις χωρικές ανισότητες σε όλη την προηγούμενη τριακονταετία ήταν η παραγωγική υποχώρηση της οικονομίας και η αποδιάρθρωση των τοπικών παραγωγικών συστημάτων.
Μολονότι υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα αύξηση των εισοδημάτων του συνόλου των Περιφερειών και σημαντικές βελτιώσεις σε τεχνικές και κοινωνικές υποδομές, η χώρα και οι Περιφέρειές της διέτρεχαν και προ κρίσης πολύ σημαντικούς μεσο-μακροπρόθεσμους κινδύνους περιθωριοποίησης: εμφανίζονταν εκτός των κύριων ροών και εκτός των κύριων περιοχών συγκέντρωσης της ευρωπαϊκής οικονομικής δραστηριότητας[5], και χαρακτηρίζονταν υπό υψηλό έως πολύ υψηλό κίνδυνο βιομηχανικής παρακμής, αγροτικής περιθωριοποίησης και δημογραφικής γήρανσης και από υψηλή έκθεση σε κινδύνους από την κλιματική αλλαγή[6].
Επιπλέον, η κύρια μορφή χωρικών ανισοτήτων δεν ήταν (και προ κρίσης) μεταξύ Περιφερειών ή μεταξύ αστικών και ύπαιθρων περιοχών, αλλά εντός των Περιφερειών[7].
Από το 1981 δεν συντελείται ομαλή σύγκλιση των Νομών (NUTS-IV / LAU-1) με την κατά τεκμήριο «πλουσιότερη» περιοχή της χώρας:
33 Νομοί βλέπουν τη σχετική τους θέση ως προς αυτήν να επιδεινώνεται, ορισμένοι μάλιστα σημειώνουν «πτώση» κατά 25-43%.
Περισσότεροι από τους μισούς Νομούς βλέπουν να επιδεινώνεται η ανεργία ως προς το μέσο όρο της χώρας: σε αυτούς η ανεργία συνιστά το 2007 (προ κρίσης) πρόβλημα κατά 5-275% σημαντικότερο από ό,τι το 1971.
Ως το σημαντικότερο πρόβλημα εμφανίζεται σχεδόν παντού η αποβιομηχάνιση: μεταξύ 1994 και 2006, οι «βιομηχανικές» μονάδες (με >10 απασχολούμενους) της χώρας μειώθηκαν κατά 39% περίπου, μείωση που ξεπερνιέται σε όλους τους Νομούς πλην 3 και το 2006, 7 Νομοί της χώρας ΔΕΝ έχουν μεταποίηση, 5 έχουν λιγότερες από 5 βιομηχανίες, 10 λιγότερες από 10.
Η σχετική βαρύτητα της μεταποίησης συνολικά (ανεξαρτήτως μεγέθους μονάδων) υποχώρησε δραματικά σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα σε 15 Νομούς (υποχώρηση σχετικής θέσης ως προς το μ.ο. της χώρας κατά 25-83%) και σημαντικά σε άλλους 10 (12-23%) και μόνο 15 Νομοί εμφανίζουν βελτίωση στην συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ.
Σημαντικότερη ακόμη είναι η εικόνα όσον αφορά στην παραγωγικότητα στη βιομηχανία: μόνο 10 Νομοί το 2006 εμφανίζουν ΑΠΑ / απασχολούμενο υψηλότερη από το μ.ο. της χώρας, σε 5 ο δείκτης τους είναι κάτω από το 1/3 αυτού της χώρας, σε 21 κάτω του 1/2 και σε 27 κάτω των 3/4.
Ενισχύεται ο αγροτικός τομέας
Παράλληλα, η σχετική βαρύτητα του αγροτικού τομέα ενισχύεται σε όλους τους Νομούς της χώρας πλην 8, σε ορισμένους μάλιστα (8) τριπλασιάστηκε έως πενταπλασιάστηκε το 1995-2008 ή σε άλλους (10) διπλασιάστηκε έως τριπλασιάστηκε.
Εντελώς αντίστροφη μακροπρόθεσμη εξέλιξη δείχνει ο τομέας των κατασκευών: είτε λόγω των έργων υποδομής είτε λόγω «έκρηξης» στην οικοδομική δραστηριότητα, η σχετική θέση όλων πλην 17 Νομών βελτιώνεται έως και «εκτοξεύεται» (με βελτίωση της θέση τους ως προς το μ.ο. της χώρας π.χ. κατά 102-286%, σε 19 Νομούς).
Παρόμοια εξέλιξη εντοπίζεται στη σχετική βαρύτητα του τουρισμού: σε όλους τους Νομούς πλην 15 βελτιώνεται το 1995-2008, σε ορισμένους μάλιστα εξαιρετικά (κατά 51-247% σε 9 Νομούς) ενώ παραδοσιακοί «τουριστικοί» Νομοί της χώρας φαίνονται να υποχωρούν σχετικά, ακριβώς λόγω της «έκρηξης» της δραστηριότητας σε άλλους Νομούς και της γενικευμένης επέκτασης του τομέα.
Ένα συνδυασμένο πόρισμα είναι ότι η αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού αντισταθμίζεται με μια γενικευμένη σε όλη τη χώρα επέκταση των κατασκευών και του τουρισμού και οι πλέον παραγωγικοί τομείς / κλάδοι υποκαθίστανται από τομείς / κλάδους αξιοποίησης του παραγόμενου ή εισαγόμενου ή δανειζόμενου εισοδήματος και της προκύπτουσας αύξησης της δυνατότητας κατανάλωσης.
Η χωρική διαφοροποίηση[8] του εισοδήματος εμφανίζει σχετικά ομοιόμορφη εικόνα με μέτρο σύγκρισης την «πλουσιότερη» περιοχή της χώρας, την Περιφέρεια Πρωτευούσης (μόνο 5 Νομοί εμφανίζουν υποχώρηση το 2007 ως προς το 2000), αντίστοιχη είναι η μακροπρόθεσμη εξέλιξη ως προς τις καταθέσεις και τέλος η χωρική διαφοροποίηση της ακίνητης περιουσίας δείχνει σχετικά ομοιόμορφη εικόνα.
Η κατάσταση ως προς τις κοινωνικές υποδομές και υπηρεσίες έχει βελτιωθεί, κρίνοντας από τη γενικευμένη μείωση της τιμής του δείκτη «μαθητές β’ βάθμιας εκπαίδευσης ανά 1000 κατοίκους μεταξύ 1991 και 2009, ή την ιδιαίτερα ταχεία αύξηση του πλήθους των ιατρών ανά 1000 κατοίκους (αν και με αντίστροφες τάσεις προσφάτως).
Τα κύρια προβλήματα
Kατά συνέπεια, τα κύρια χαρακτηριστικά των χωρικών ανισοτήτων σήμερα είναι:
(α) η διατηρούμενη μονοκεντρικότητα στην Αττική (και σε περιορισμένη κλίμακα-στη Θεσσαλονίκη) που συμβάλει στη δημιουργία προβλημάτων και στενώσεων,
(β) η αστική διάχυση, που πολλαπλασιάζει τις ανάγκες χρηματοδότησης υποδομών,
(γ) η εκτεταμένη αποβιομηχάνιση και υποκατάσταση των παραγωγικών τομέων από τις κατασκευές και τον τουρισμό, που οδηγούν σε αποδιάρθρωση των τοπικών και περιφερειακών παραγωγικών συστημάτων,
(δ) οι ενδο-περιφερειακές ανισότητες που οδηγούν σε έξαρση προβλημάτων και στενώσεων σε επίπεδο Περιφερειακών Ενοτήτων, Δήμων & Δημοτικών Διαμερισμάτων και
(ε) η επιμονή παραδοσιακών ανισοτήτων που σχετίζονται με τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά (νησιωτικές, ορεινές, απομακρυσμένες και αραιοκατοικημένες περιοχές) αλλά προσλαμβάνουν νέα χαρακτηριστικά εκεί όπου οι χωρικές ανισότητες συνδυάζονται με ειδικές προκλήσεις σε ειδικές ομάδες πληθυσμού.
Τα δεδομένα αυτά λαμβάνονται υπόψη και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι αναγκαία μια χωρικά στοχευμένη πολιτική με έντονη «place-based» και ιδιαίτερα «αστική» προσέγγιση, ολοκληρωμένου χαρακτήρα, και με ειδικότερη μέριμνα για τις περιοχές που πλήττονται από τη φτώχεια (που απαντώνται κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα – όπου η πρόσφατη οικονομική κρίση επιδείνωσε την συνολική οικονομική και κοινωνική τους ταυτότητα).
Όσον αφορά στην αστικότητα, αυτή επιταχύνεται: τα 3/4 του ελληνικού πληθυσμού ζουν πλέον σε πόλεις άνω των 10.000 κατοίκων και σε 29 Νομούς ο αστικός πληθυσμός ξεπερνά το 50% του συνόλου.
Οι ειδικές ανάγκες αυτών των περιοχών σκιαγραφούνται συνοπτικά, ως εξής:
(α) η πρόσβαση στην απασχόληση και σε βασικά αγαθά ή υπηρεσίες,
(β) η κοινωνική ένταξη (στέγαση, εκπαίδευση, απασχόληση, κλπ),
(γ) η άρση της απομόνωσης σε όλες τις παραμέτρους (βελτίωση της προσβασιμότητας, πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, σε πολιτισμικά αγαθά, κλπ) και
(δ) η αντιμετώπιση φαινομένων που δυσχεραίνουν ή αναπαράγουν τα φαινόμενα φτώχειας (όπως η έλλειψη αναπτυξιακών ευκαιριών), ή παραμονής στην κατηγορία των Ευπαθών Ομάδων.
Πηγή: www.paseges.gr
Αναλυτικότερα, όπως τονίζεται, η επίτευξη των στόχων της στην Ελλάδα εξαρτάται καθοριστικά από το σύνολο των περιφερειακών ανισοτήτων, αναγκών και εμποδίων: οι περιφερειακές ανισότητες αντανακλούν διαφορετικές κατά περιοχές δυνατότητες συμβολής κάθε περιοχής στην «Ε2020» αλλά και διαφορετική χρησιμότητα της «Ε2020» για την ανάπτυξη της.
Κατά συνέπεια, η δημιουργία του αναγκαίου νέου αναπτυξιακού υποδείγματος για την ανάταξη του παραγωγικού και κοινωνικού ιστού της χώρας με αξιοποίηση των πόρων των ΕΔΕΤ, πρέπει να εδράζεται στην αναγνώριση και στην αντιμετώπιση των χωρικά διαφοροποιημένων προκλήσεων και δεν μπορεί να υπάγεται σε ενιαία προσέγγιση.
Οι προκλήσεις
Η απόσταση του ελληνικού χώρου από τα κέντρα της ευρωπαϊκής οικονομικής δραστηριότητας και αγοράς[1]και τα ιδιαίτερα γεωγραφικά του χαρακτηριστικά[2] λειτουργούν εκ προοιμίου ως παράγοντες τελικής «ανεπάρκειας της αγοράς» (market failure), διότι:
-δημιουργούν εκ των πραγμάτων αυξημένες ανάγκες σε τεχνικές και κοινωνικές υποδομές,
-επιμηκύνουν την απόδοση των επενδύσεων σ’ αυτές,
-επιβαρύνουν το ιδιωτικό επιχειρηματικό και επενδυτικό επιχειρηματικό κόστος,
-κατακερματίζουν τον οικονομικό χώρο και
-περιορίζουν την έκταση στην οποία μπορεί να διαχέεται το παραγόμενο αποτέλεσμα οποιωνδήποτε αναπτυξιακών παρεμβάσεων.
Παράλληλα, η συγκέντρωση πληθυσμού και δραστηριότητας στις πόλεις και η συνεχής επέκταση του αστικού ιστού όσο και του αντίστοιχου καταναλωτικού προτύπου συνεπάγονται ότι οι οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της κρίσης εκδηλώνονται εντονότερα σε αυτές ακριβώς τις περιοχές.
Οι εισοδηματικές ανισότητες
Οι εισοδηματικές ανισότητες στην Ελλάδα διευρύνονταν σημαντικά, ήδη από την περίοδο προ κρίσης, με διπλασιασμό πλέον του βαθμού διασποράς του ΑΕΠ στην Ελλάδα (η Αττική παρουσιάζει κατά κεφαλήν ΑΕΠ 120,1%, ενώ η Δυτική Ελλάδα μόλις 66,2% και η Ανατολική Μακεδονία - Θράκη 67,8%, του μέσου όρου της ΕΕ-27) αλλά και με παράλληλη υποχώρηση όλων των ελληνικών Περιφερειών (πλην Αττικής – σημαντικά και Ηπείρου - οριακά) ως προς τις δέκα πλέον ανεπτυγμένες Ευρωπαϊκές Περιφέρειες: μεταξύ 1996 και 2007, το κ.κ. ΑΕΠ των ελληνικών Περιφερειών μειώθηκε από το εύρος 35,5-67,6% του μ.ο. των 10 πλέον ανεπτυγμένων Ευρωπαϊκών Περιφερειών, στο εύρος 30,8-47,6%[3].
Από τα διαθέσιμα στοιχεία για το 2011 συνάγεται ότι η διαφορά αυτή έχει αυξηθεί, αλλά ότι ταυτόχρονα οι δια-περιφερειακές ανισότητες στη χώρα τείνουν να μην επιδεινώνονται, καθώς η οικονομική κρίση επηρεάζει εντονότερα εκείνες τις περιοχές όπου έως τώρα συγκεντρώνονταν δραστηριότητα[4] (κυρίως δια της εξωτερικής ενίσχυσης του εισοδήματος και της κυκλοφορίας του).
Οι χωρικές ανισότητες
Βασικότερος παράγων που ενίσχυε τις χωρικές ανισότητες σε όλη την προηγούμενη τριακονταετία ήταν η παραγωγική υποχώρηση της οικονομίας και η αποδιάρθρωση των τοπικών παραγωγικών συστημάτων.
Μολονότι υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα αύξηση των εισοδημάτων του συνόλου των Περιφερειών και σημαντικές βελτιώσεις σε τεχνικές και κοινωνικές υποδομές, η χώρα και οι Περιφέρειές της διέτρεχαν και προ κρίσης πολύ σημαντικούς μεσο-μακροπρόθεσμους κινδύνους περιθωριοποίησης: εμφανίζονταν εκτός των κύριων ροών και εκτός των κύριων περιοχών συγκέντρωσης της ευρωπαϊκής οικονομικής δραστηριότητας[5], και χαρακτηρίζονταν υπό υψηλό έως πολύ υψηλό κίνδυνο βιομηχανικής παρακμής, αγροτικής περιθωριοποίησης και δημογραφικής γήρανσης και από υψηλή έκθεση σε κινδύνους από την κλιματική αλλαγή[6].
Επιπλέον, η κύρια μορφή χωρικών ανισοτήτων δεν ήταν (και προ κρίσης) μεταξύ Περιφερειών ή μεταξύ αστικών και ύπαιθρων περιοχών, αλλά εντός των Περιφερειών[7].
Από το 1981 δεν συντελείται ομαλή σύγκλιση των Νομών (NUTS-IV / LAU-1) με την κατά τεκμήριο «πλουσιότερη» περιοχή της χώρας:
33 Νομοί βλέπουν τη σχετική τους θέση ως προς αυτήν να επιδεινώνεται, ορισμένοι μάλιστα σημειώνουν «πτώση» κατά 25-43%.
Περισσότεροι από τους μισούς Νομούς βλέπουν να επιδεινώνεται η ανεργία ως προς το μέσο όρο της χώρας: σε αυτούς η ανεργία συνιστά το 2007 (προ κρίσης) πρόβλημα κατά 5-275% σημαντικότερο από ό,τι το 1971.
Ως το σημαντικότερο πρόβλημα εμφανίζεται σχεδόν παντού η αποβιομηχάνιση: μεταξύ 1994 και 2006, οι «βιομηχανικές» μονάδες (με >10 απασχολούμενους) της χώρας μειώθηκαν κατά 39% περίπου, μείωση που ξεπερνιέται σε όλους τους Νομούς πλην 3 και το 2006, 7 Νομοί της χώρας ΔΕΝ έχουν μεταποίηση, 5 έχουν λιγότερες από 5 βιομηχανίες, 10 λιγότερες από 10.
Η σχετική βαρύτητα της μεταποίησης συνολικά (ανεξαρτήτως μεγέθους μονάδων) υποχώρησε δραματικά σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα σε 15 Νομούς (υποχώρηση σχετικής θέσης ως προς το μ.ο. της χώρας κατά 25-83%) και σημαντικά σε άλλους 10 (12-23%) και μόνο 15 Νομοί εμφανίζουν βελτίωση στην συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ.
Σημαντικότερη ακόμη είναι η εικόνα όσον αφορά στην παραγωγικότητα στη βιομηχανία: μόνο 10 Νομοί το 2006 εμφανίζουν ΑΠΑ / απασχολούμενο υψηλότερη από το μ.ο. της χώρας, σε 5 ο δείκτης τους είναι κάτω από το 1/3 αυτού της χώρας, σε 21 κάτω του 1/2 και σε 27 κάτω των 3/4.
Ενισχύεται ο αγροτικός τομέας
Παράλληλα, η σχετική βαρύτητα του αγροτικού τομέα ενισχύεται σε όλους τους Νομούς της χώρας πλην 8, σε ορισμένους μάλιστα (8) τριπλασιάστηκε έως πενταπλασιάστηκε το 1995-2008 ή σε άλλους (10) διπλασιάστηκε έως τριπλασιάστηκε.
Εντελώς αντίστροφη μακροπρόθεσμη εξέλιξη δείχνει ο τομέας των κατασκευών: είτε λόγω των έργων υποδομής είτε λόγω «έκρηξης» στην οικοδομική δραστηριότητα, η σχετική θέση όλων πλην 17 Νομών βελτιώνεται έως και «εκτοξεύεται» (με βελτίωση της θέση τους ως προς το μ.ο. της χώρας π.χ. κατά 102-286%, σε 19 Νομούς).
Παρόμοια εξέλιξη εντοπίζεται στη σχετική βαρύτητα του τουρισμού: σε όλους τους Νομούς πλην 15 βελτιώνεται το 1995-2008, σε ορισμένους μάλιστα εξαιρετικά (κατά 51-247% σε 9 Νομούς) ενώ παραδοσιακοί «τουριστικοί» Νομοί της χώρας φαίνονται να υποχωρούν σχετικά, ακριβώς λόγω της «έκρηξης» της δραστηριότητας σε άλλους Νομούς και της γενικευμένης επέκτασης του τομέα.
Ένα συνδυασμένο πόρισμα είναι ότι η αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού αντισταθμίζεται με μια γενικευμένη σε όλη τη χώρα επέκταση των κατασκευών και του τουρισμού και οι πλέον παραγωγικοί τομείς / κλάδοι υποκαθίστανται από τομείς / κλάδους αξιοποίησης του παραγόμενου ή εισαγόμενου ή δανειζόμενου εισοδήματος και της προκύπτουσας αύξησης της δυνατότητας κατανάλωσης.
Η χωρική διαφοροποίηση[8] του εισοδήματος εμφανίζει σχετικά ομοιόμορφη εικόνα με μέτρο σύγκρισης την «πλουσιότερη» περιοχή της χώρας, την Περιφέρεια Πρωτευούσης (μόνο 5 Νομοί εμφανίζουν υποχώρηση το 2007 ως προς το 2000), αντίστοιχη είναι η μακροπρόθεσμη εξέλιξη ως προς τις καταθέσεις και τέλος η χωρική διαφοροποίηση της ακίνητης περιουσίας δείχνει σχετικά ομοιόμορφη εικόνα.
Η κατάσταση ως προς τις κοινωνικές υποδομές και υπηρεσίες έχει βελτιωθεί, κρίνοντας από τη γενικευμένη μείωση της τιμής του δείκτη «μαθητές β’ βάθμιας εκπαίδευσης ανά 1000 κατοίκους μεταξύ 1991 και 2009, ή την ιδιαίτερα ταχεία αύξηση του πλήθους των ιατρών ανά 1000 κατοίκους (αν και με αντίστροφες τάσεις προσφάτως).
Τα κύρια προβλήματα
Kατά συνέπεια, τα κύρια χαρακτηριστικά των χωρικών ανισοτήτων σήμερα είναι:
(α) η διατηρούμενη μονοκεντρικότητα στην Αττική (και σε περιορισμένη κλίμακα-στη Θεσσαλονίκη) που συμβάλει στη δημιουργία προβλημάτων και στενώσεων,
(β) η αστική διάχυση, που πολλαπλασιάζει τις ανάγκες χρηματοδότησης υποδομών,
(γ) η εκτεταμένη αποβιομηχάνιση και υποκατάσταση των παραγωγικών τομέων από τις κατασκευές και τον τουρισμό, που οδηγούν σε αποδιάρθρωση των τοπικών και περιφερειακών παραγωγικών συστημάτων,
(δ) οι ενδο-περιφερειακές ανισότητες που οδηγούν σε έξαρση προβλημάτων και στενώσεων σε επίπεδο Περιφερειακών Ενοτήτων, Δήμων & Δημοτικών Διαμερισμάτων και
(ε) η επιμονή παραδοσιακών ανισοτήτων που σχετίζονται με τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά (νησιωτικές, ορεινές, απομακρυσμένες και αραιοκατοικημένες περιοχές) αλλά προσλαμβάνουν νέα χαρακτηριστικά εκεί όπου οι χωρικές ανισότητες συνδυάζονται με ειδικές προκλήσεις σε ειδικές ομάδες πληθυσμού.
Τα δεδομένα αυτά λαμβάνονται υπόψη και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι αναγκαία μια χωρικά στοχευμένη πολιτική με έντονη «place-based» και ιδιαίτερα «αστική» προσέγγιση, ολοκληρωμένου χαρακτήρα, και με ειδικότερη μέριμνα για τις περιοχές που πλήττονται από τη φτώχεια (που απαντώνται κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα – όπου η πρόσφατη οικονομική κρίση επιδείνωσε την συνολική οικονομική και κοινωνική τους ταυτότητα).
Όσον αφορά στην αστικότητα, αυτή επιταχύνεται: τα 3/4 του ελληνικού πληθυσμού ζουν πλέον σε πόλεις άνω των 10.000 κατοίκων και σε 29 Νομούς ο αστικός πληθυσμός ξεπερνά το 50% του συνόλου.
Οι ειδικές ανάγκες αυτών των περιοχών σκιαγραφούνται συνοπτικά, ως εξής:
(α) η πρόσβαση στην απασχόληση και σε βασικά αγαθά ή υπηρεσίες,
(β) η κοινωνική ένταξη (στέγαση, εκπαίδευση, απασχόληση, κλπ),
(γ) η άρση της απομόνωσης σε όλες τις παραμέτρους (βελτίωση της προσβασιμότητας, πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, σε πολιτισμικά αγαθά, κλπ) και
(δ) η αντιμετώπιση φαινομένων που δυσχεραίνουν ή αναπαράγουν τα φαινόμενα φτώχειας (όπως η έλλειψη αναπτυξιακών ευκαιριών), ή παραμονής στην κατηγορία των Ευπαθών Ομάδων.
Πηγή: www.paseges.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου